μεταβολικοῦ

μεταβολικοῦ
μεταβολικός
changeable
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λιπώδης — ες (Α λιπώδης, ῶδες) [λίπος] αυτός που έχει πολύ λίπος, λιπαρός, παχύς νεοελλ. 1. αυτός που έχει τις ιδιότητες τού λίπους 2. φρ. α) «λιπώδης ιστός» βιολ. τύπος ερειστικού ιστού που τα συστατικά του στοιχεία, δηλαδή τα λιποκύτταρα, είναι… …   Dictionary of Greek

  • μεταβολισμός — Το σύνολο των βιοχημικών διεργασιών που επιτελούνται από έναν οργανισμό. Διακρίνονται σε αντιδράσεις αφομοίωσης και σύνθεσης (αναβολισμός) και σε αντιδράσεις αποικοδόμησης (καταβολισμός) των οργανικών ουσιών. Ο αναβολισμός συνίσταται στην ένωση… …   Dictionary of Greek

  • λιποείδωση ή λιπίδωση — Γενικός όρος που αναφέρεται σε διαταραχές του μεταβολισμού των λιπιδίων με αποτέλεσμα την υπερβολική συγκέντρωση μερικών από αυτών στο σώμα. Ορισμένες από αυτές τις διαταραχές είναι κληρονομικές και οφείλονται σε έλλειψη κάποιου από τα ένζυμα του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”